Σκοπιανό βρέφος
Σελίδα 1 από 1
Σκοπιανό βρέφος
Το κράτος-βρέφος έκλαψε,
που αγέννητα προέκυψε
Στου οξυγόνου τη μιλιά,
γαλάζιωσε, κοκκίνισε
Μπούνιασε τα χεράκια του
Ανέπνευσε ζωής χαρά
Κρίνος λευκός το έπλασε
και ο πελαργός το πέταξε
μέσα σε φάτνη λασπερή,
μπαρουτιασμένη, δύσοσμη
Εκεί μέσα ξεχνιότανε,
παίζοντας με τους κάλυκες
Ιδέες τερατογενείς
συνέθετε το φως που το μεγάλωνε
σαν στρογγυλά τροχήλατα
Μπουσούλαγαν και κόλλαγαν επάνω του
ώθηση αναπηρική
στα πόδια του να μη σταθεί
Κρεμόταν πάνω στην κοιλιά
και σάπιζε ολημερίς
ο λώρος που το έτρεφε
έλιωνε μες το δέρμα του
Σπασμένα αγγεία, χυμένες συνειδήσεις
στο έλεος των όρνεων
Μία βροχή το έπλενε,
του έβρεχε τα χείλη
Ήταν μια κίτρινη βροχή,
μπογιατισμένα σύννεφα, τεράστια, ραδιενεργά
Ήταν ακόμα εκεί. Φαντάσματα χρωματιστά
σύννεφα του ’99
Και έπαιζε καθημερινά, ώρα πολλή
μες τα θολά νερά της χερσονήσου του Αίμου
Βρεχόταν, βαπτιζόταν, έλεγε τ’ όνομα του
Λόγια μωρού, νήπιες κραυγές
και ο καθείς μετάφραζε
ως ήθελε, ως βόλευε
Λόγια μωρού, απλά στο άκουσμα
μα σύνθετα στη σκέψη «τους»
Λόγια μωρά, ασυναίσθητα
Μου τα ’λεγε και θύμωνα
Αυτό δεν καταλάβαινε
Συνέχιζε επίμονα
Μετά ήρθε και μου γέλασε
Γέλιο γλυκό, γέλιο αθώο
Άπλωσε το χεράκι του,
μου χάιδεψε το γόνατο
Έσκυψα, το αγκάλιασα
Κατάλαβα πως έσφαλα
Ποτέ δε φταίει ένα μωρό…
που αγέννητα προέκυψε
Στου οξυγόνου τη μιλιά,
γαλάζιωσε, κοκκίνισε
Μπούνιασε τα χεράκια του
Ανέπνευσε ζωής χαρά
Κρίνος λευκός το έπλασε
και ο πελαργός το πέταξε
μέσα σε φάτνη λασπερή,
μπαρουτιασμένη, δύσοσμη
Εκεί μέσα ξεχνιότανε,
παίζοντας με τους κάλυκες
Ιδέες τερατογενείς
συνέθετε το φως που το μεγάλωνε
σαν στρογγυλά τροχήλατα
Μπουσούλαγαν και κόλλαγαν επάνω του
ώθηση αναπηρική
στα πόδια του να μη σταθεί
Κρεμόταν πάνω στην κοιλιά
και σάπιζε ολημερίς
ο λώρος που το έτρεφε
έλιωνε μες το δέρμα του
Σπασμένα αγγεία, χυμένες συνειδήσεις
στο έλεος των όρνεων
Μία βροχή το έπλενε,
του έβρεχε τα χείλη
Ήταν μια κίτρινη βροχή,
μπογιατισμένα σύννεφα, τεράστια, ραδιενεργά
Ήταν ακόμα εκεί. Φαντάσματα χρωματιστά
σύννεφα του ’99
Και έπαιζε καθημερινά, ώρα πολλή
μες τα θολά νερά της χερσονήσου του Αίμου
Βρεχόταν, βαπτιζόταν, έλεγε τ’ όνομα του
Λόγια μωρού, νήπιες κραυγές
και ο καθείς μετάφραζε
ως ήθελε, ως βόλευε
Λόγια μωρού, απλά στο άκουσμα
μα σύνθετα στη σκέψη «τους»
Λόγια μωρά, ασυναίσθητα
Μου τα ’λεγε και θύμωνα
Αυτό δεν καταλάβαινε
Συνέχιζε επίμονα
Μετά ήρθε και μου γέλασε
Γέλιο γλυκό, γέλιο αθώο
Άπλωσε το χεράκι του,
μου χάιδεψε το γόνατο
Έσκυψα, το αγκάλιασα
Κατάλαβα πως έσφαλα
Ποτέ δε φταίει ένα μωρό…
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης